ἀπόσχισμα

ἀπόσχισμα
ἀπόσχισμα
that which is severed
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀποσχίσμασι — ἀπόσχισμα that which is severed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχίσματα — ἀπόσχισμα that which is severed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχίσματος — ἀπόσχισμα that which is severed neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκρηγμα — ἔκρηγμα, το (Α) 1. απόσχισμα από κάτι 2. χαράδρα 3. ορμητική εκροή 4. υδρορρόη, καταρράχτης 5. ιατρ. φλύκταινα, εξάνθημα …   Dictionary of Greek

  • καλάμιον — καλάμιον, τὸ (Α) [κάλαμος] 1. (υποκορ. τού κάλαμος) μικρό καλάμι, καλαμάκι 2. εργαλείο για τη διακόσμηση τών μαλλιών 3. το πρόσθιο οστό τής κνήμης, αλλ. αντικνήμιον, αντικνήμι 4. σχίζα, απόσχισμα ξύλου, αγκίδα 5. (στο Βυζάντιο, κατά τον 4ο αιώνα) …   Dictionary of Greek

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

  • σχίζα — Μικρό νησί στο νότιο Ιόνιο Πέλαγος, που ανήκει στη μικρή νησιώτικη συστάδα των Οινουσών. Λέγεται και Σκίζα. Έχει έκταση 12,3 τ.χλμ. και μέσο υψόμετρο 10. Κατοικείται περιστασιακά από γεωργούς, κτηνοτρόφους και ψαράδες. Η Σ. υπάγεται στην… …   Dictionary of Greek

  • σχινδάλαμος — και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α 1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα 2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”